- εμπήγω
- και μπήγω (AM ἐμπήγνυμι και ἐμπηγνύω)μπήγω, σφηνώνω, καρφώνωαρχ.1. κάνω κάτι να παγώσει2. μέσ. ἐμπήγνυμαιπροσηλώνομαι, προσκολλώμαι σε κάτι ή κάποιον3. παθ. παγώνω, πεθαίνω από ψύξη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εμπηγνύω — ἐμπηγνύω και ἐμπήγνυμι (AM) βλ. εμπήγω … Dictionary of Greek